- ιχθυΐα
- ἰχθυΐα, ἡ (Α) [ιχθύς]αλιεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχθυίαν — ἰχθυίᾱν , ἰχθυία fishing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek